- πεταχτός, -ή, -ό
- πεταχτός, -ή, -ό, 1 . αυτός που γίνεται με ύλη που πετιέται: Ο σουβάς του ταβανιού θα γίνει πεταχτός.2. ευκίνητος, ζωηρός, χαρούμενος, γρήγορος: Είναι λιγάκι πεταχτή η κοπέλα, ζωηρή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.